- κατασκευόω
- κατασκευ-όω, [dialect] Dor.A = κατασκευάζω, [tense] aor.
κατεσσκέωσα IG 14.241
(Neëtum): [tense] pf.κατεσκεύωκα Test.Epict.4.13
:—[voice] Med.,εἴ τι κα -σκευώσωνται GDI1874.26
(Delph.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.